Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας

См. также в других словарях:

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»